- ὀπισθοκρηπίς
- ὀπισθο-κρηπίς, ῖδος, ἡ, eine Art Schuhe, welche Frauen trugen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κρηπίδα — Όρος της ωκεανογραφίας που περιγράφει την υποθαλάσσια ζώνη του βυθού των θαλασσών. Η θαλάσσια κ. φτάνει σε βάθος 200 μ. Η μορφή της επιφάνειας της ηπειρωτικής κ. οφείλεται κυρίως σε ενέργειες σημειούμενες σε περιόδους κατά τις οποίες η στάθμη της … Dictionary of Greek